Κύριε Κοσμήτορα,
Αξιότιμοι κ. Καθηγητές,
Κυρίες και κύριοι σύνεδροι,
Με ιδιαίτερη χαρά αποδέχτηκα την τιμητική σας πρόσκληση και βρίσκομαι σήμερα εδώ, στο ιστορικό κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, σύμβολο και κόσμημα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της πόλης μας, αλλά και προπύργιο του εκπαιδευτικού και φιλολογικού δημοτικισμού εδώ και 90 χρόνια, προκειμένου να απευθύνω χαιρετισμό στο επιστημονικό συνέδριο στο πεδίο της Ιστορίας της Εκπαίδευσης: «Εκατό χρόνια από τη γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917».
Επιτρέψτε μου, μια σύντομη αναφορά στο θέμα του συνεδρίου, χρησιμοποιώντας την ευκαιρία που μου δίνετε, όχι ως υφυπουργός, αλλά ως δάσκαλος στο δημόσιο σχολείο, για 27 συναπτά έτη.
Στην Ελλάδα, η αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αποτελούσε αίτημα των καιρών ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η ώρα για τη μεταρρύθμιση αυτή, που ξεκίνησε να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται στη Θεσσαλονίκη και που αποτελεί σταθμό για τα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας, σήμανε τελικά μέσα στον Διχασμό, το 1917. Τότε, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης του Ελ. Βενιζέλου ανάμεσα στα άλλα μέτρα για την εκπαίδευση, κυρίως νομοθέτησε την αποκλειστική διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας «απηλλαγμένης παντός αρχαϊσμού και ιδιωτισμού», στις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου και στις δύο τελευταίες τάξεις την παράλληλη διδασκαλία της δημοτικής με την καθαρεύουσα. Τότε συντάχθηκαν τα πρώτα διδακτικά βιβλία στη δημοτική γλώσσα: Τα Ψηλά Βουνά από το Ζαχαρία Παπαντωνίου και το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο, που πρωτίστως αποδίδεται στο Δελμούζο. Τα νέα σχολικά βιβλία ήταν γραμμένα στη γλώσσα του λαού, είχαν στο κέντρο το παιδί, κυριαρχούνταν από ένα καινούργιο αντιαυταρχικό πνεύμα και ήταν απαλλαγμένα από ηθικολογικούς και πατριδολογικούς δογματισμούς, διδακτισμό κ.ά.. Αντίθετα, πρόβαλαν τη συλλογικότητα, την κοινωνικότητα, την τιμιότητα, την εργατικότητα.
Για την εφαρμογή της Μεταρρύθμισης, όπως γνωρίζετε, πρωτοστάτησαν τα τρία στελέχη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ο Δημήτρης Γληνός ως Εκπαιδευτικός Σύμβουλος και Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, ο Αλέξανδρος Δελμούζος και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης ως Ανώτεροι Επόπτες Δημοτικής Εκπαιδεύσεως. Ο ίδιος δε ο Ελ. Βενιζέλος έδειξε εξαιρετικό ενδιαφέρον για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Οι αντιδράσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν μεγάλες από την αρχή. Η μεταρρύθμιση του 1917 συνδέθηκε με την τύχη του κόμματος των φιλελευθέρων και το γλωσσικό που ήταν ένα ζήτημα επιστημονικής διένεξης, μετατοπίστηκε σε πολιτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ένα εθνικό αίτημα να κομματικοποιηθεί. Η μεταρρύθμιση, είπε το 1921 ο Μ. Τριανταφυλλίδης, στόχευε στην αναγέννηση της ελληνικής παιδείας. Γι’ αυτό και οι επικριτές της χτυπάνε όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και τις νέες αξίες και τη νέα ιδεολογία που είναι εμποτισμένα τα νέα βιβλία.
Με την πτώση της κυβέρνησης το Νοέμβριο του 1920, η μεταρρύθμιση ανακόπηκε και το γλωσσοεκπαιδευτικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε ως θέμα πολιτικό. Άλλη μια φορά η πολιτειακή παλινδρόμηση είχε σαν συνέπεια και την εκπαιδευτική. Η αστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917 έκλεισε λοιπόν με μια συμβολική πράξη εξαγνισμού, την διά της πυράς καταστροφή του γραπτού δημοτικού λόγου. Έτσι χάθηκε μια πρώτη μεγάλη προσπάθεια για την οργάνωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος, βασισμένου στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.
Η ιστορία, λοιπόν, της νεοελληνικής εκπαίδευσης είναι γεμάτη με παραδείγματα μεταρρυθμίσεων που έχουν αποτύχει ή εκφυλιστεί εξαιτίας πολιτικών αλλαγών, προχειρότητας στο σχεδιασμό, έλλειψης προγραμματισμού, απουσίας συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων και αποσπασματικής επιβολής μέτρων, χωρίς τη συμμετοχή και τη συναίνεση των εκπαιδευτικών φορέων.
Στο πλαίσιο αυτό, εντύπωση προκαλεί το πλήθος των εκπαιδευτικών νομοσχεδίων που συντάχθηκαν. Άλλα από αυτά ψηφίσθηκαν στη Βουλή και άλλα όχι, όπως και από αυτά που ψηφίστηκαν, άλλα εφαρμόσθηκαν και άλλα όχι. Εντυπωσιακό επίσης είναι το πλήθος των Υπουργών που τοποθετήθηκαν στο Υπουργείο Παιδείας, 230 Υπουργοί από το 1834 μέχρι το 1974 και 27 από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Στη διάρκεια της βραχύβιας θητείας του κάθε Υπουργός εφάρμοζε «υπουργοκεντρική» εκπαιδευτική πολιτική επιχειρώντας τη δική του «μεταρρύθμιση», την οποία συνήθως αμφισβητούσε και «ξήλωνε» ο επόμενος, ακόμα και αν ανήκε στην ίδια κυβέρνηση. Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές περιορίζονταν κατά κανόνα σε γρήγορες, πρόχειρες και αποσπασματικές ρυθμίσεις κυρίως στο εξεταστικό σύστημα εισαγωγής στις Ανώτερες και Ανώτατες σχολές, στην εισαγωγή νέων αντικειμένων στα ωρολόγια προγράμματα ή στη συγγραφή νέων βιβλίων χωρίς την προηγούμενη αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων, ή στην καλύτερη περίπτωση, στην αναδιαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων με την προσθαφαίρεση ύλης και τον εκσυγχρονισμό της.
Εκτιμώ ότι όλοι μας συμφωνούμε ότι για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής, μιας πραγματικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, απαιτείται μακροχρόνιος στρατηγικός σχεδιασμός σε χρόνο μιας δεκαετίας τουλάχιστον, περίοδο δηλαδή πολύ μεγαλύτερη μιας κυβερνητικής θητείας. Να προηγηθεί συστηματική και μακροχρόνια έρευνα από ειδικούς επιστήμονες για την αξιολόγηση και την επισήμανση των αδυναμιών του εκπαιδευτικού συστήματος. Το πόρισμα που θα προκύψει να αποτελέσει τη βάση ευρύτατου κοινωνικού διαλόγου με τους εκπροσώπους όλων των εμπλεκόμενων φορέων της εκπαίδευσης –εκπαιδευτικές οργανώσεις, εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές, φοιτητές, πανεπιστήμια-, ώστε οι τελικές επιλογές και τα μέτρα που θα αποφασιστούν να τύχουν της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής συναίνεσης. Στο διάλογο αυτό απαραίτητη είναι και η συμμετοχή εκπροσώπων όλων των κομμάτων, με στόχο τη διαμόρφωση συναινετικής εκπαιδευτικής πολιτικής, που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα διαχρονικά στα θέματα παιδείας, ανεξάρτητα από τις όποιες αλλαγές κυβερνήσεων ή Υπουργών προκύψουν στην πορεία υλοποίησης της μεταρρύθμισης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι εφικτό να σχεδιασθεί και να υλοποιηθεί μια εθνική στρατηγική για την παιδεία και τον πολιτισμό της χώρας και να δοθούν λύσεις.
Τα νέα μέτρα που θα προκύψουν από μια τέτοια διαδικασία, να εφαρμοστούν, ώστε να υποστούν τη δοκιμασία της πράξης, σε περιορισμένο αριθμό σχολείων, να αξιολογηθεί ύστερα από επιστημονικό έλεγχο η αποτελεσματικότητά τους, να βελτιωθούν όπου κριθεί απαραίτητο και ακολούθως να επεκταθεί η γενίκευσή τους.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ακόμα και αν καταφέρουμε να σχεδιάσουμε κατά το δυνατόν άρτια μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αυτή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αν οι εκπαιδευτικοί που θα κληθούν να υλοποιήσουν τους οραματισμούς της δεν έχουν συμμετάσχει στη διαμόρφωσή της, δεν τους έχουν κατανοήσει, δεν τους έχουν ενστερνιστεί, δεν διαθέτουν την απαραίτητη εκπαίδευση και επιμόρφωση, παιδαγωγική και επαγγελματική επάρκεια. Είναι απόλυτη ανάγκη να υπάρχει από το κράτος στήριξη και εμπιστοσύνη στον εκπαιδευτικό, αναβάθμιση του κύρους και αναγνώριση του σημαντικού του έργου.
Με αυτές τις σκέψεις κλείνοντας, χαιρετίζω το επιστημονικό συνέδριό σας, έχοντας τη βεβαιότητα ότι τα συμπεράσματα που θα συναχθούν, θα αποδειχθούν ωφέλιμα για την επιστημονική κοινότητα, αλλά και θα αξιοποιηθούν στο σχεδιασμό και την εφαρμογή αποτελεσματικών εκπαιδευτικών πολιτικών στη χώρα μας.
